- τριανταφυλλιά
- Κοινή ονομασία φυτών του γένους ροδή, της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα)· πλήθος ποικιλίες και παραλλαγές των φυτών αυτών καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ένα γένος πολύ πλούσιο σε είδη και γίνεται συνεχώς πλουσιότερο με τις επιλογές και τις διασταυρώσεις.
Οι τ. είναι γενικά θάμνοι όρθιοι, έρποντες ή αναρριχώμενοι (τ. κληματώδεις), ανάλογα με τη διεύθυνση των βλαστών, που είναι άλλοτε λεπτοί και άλλοτε ευλύγιστοι και άλλοτε όρθιοι, στερεοί και αλύγιστοι. Ακόμα και τα τυπικά αγκάθια των βλαστών και των κλάδων της τ. μπορεί να είναι πιο καμπύλα ή επιμήκη, μεταξοειδή, ευθέα κλπ. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, αζύγως φτερωτά, με φυλλάρια ωοειδή, πριονωτά, και παράφυλλα συμφυή με τον μίσχο. Τα άνθη είναι εύοσμα και η κοίλη σταμνοειδής ανθοδόχη τους περιέχει 5 σέπαλα και 5 πέταλα στα άγρια είδη, ενώ στα είδη που καλλιεργούνται στους κήπους ή σε ειδικούς ροδώνες έχουν πολυάριθμα πέταλα (διπλά άνθη)· ο καρπός σχηματίζεται από την ανθοδόχη, που μετατρέπεται σε σαρκώδη ράγα, κόκκινη ή μελανή, μέσα στην οποία βρίσκονται πολυάριθμα σκληρά αχαίνια, που περιβάλλονται από βαμβακόμορφες τρίχες.
Από τα άγρια είδη σημειώνουμε: τη ροδή την κυνορροδή, που αυτοφύεται στην Ελλάδα σε θαμνότοπους και χρησιμοποιείται ως υποκείμενο των βελτιωμένων ποικιλιών, και τα ασιατικά είδη, τη ροδή την εκατόμφυλλη και τη ροδή την ινδική, που επίσης χρησιμοποιείται ως υποκείμενο, ιδίως στις νότιες θερμές και ξηρές χώρες: από τα πέταλα της τελευταίας εξάγεται το πανάκριβο ροδέλαιο.
Στην Ελλάδα, εκτός από το πλήθος τις βελτιωμένες ποικιλίες τ., καλλιεργούνται επίσης, στους κήπους, για καλλωπιστικούς σκοπούς, η ροδή η βαγξία, κοινώς μπαξιάνα, αναρριχώμενη, με πλούσια ανθοφορία (λευκά ή κρεμ εύοσμα άνθη) και η ροδή η μόσχοσμη κοινώς μοσκιά, με λευκά ή ελαφρά ρόδινα άνθη, συνήθως στους φράχτες κήπων και λαχανόκηπων.
Ροδή η κυνορροδή, αυτοφυής τριανταφυλλιά στην Ελλάδα.
Διασταυρώσεις τις αγριοτριανταφυλλιάς με άλλες ποικιλίες.
Διασταυρώσεις τις αγριοτριανταφυλλιάς με άλλες ποικιλίες.
Διασταυρώσεις τις αγριοτριανταφυλλιάς με άλλες ποικιλίες.
Διασταυρώσεις τις αγριοτριανταφυλλιάς με άλλες ποικιλίες.
Διασταυρώσεις τις αγριοτριανταφυλλιάς με άλλες ποικιλίες.
Εκτάσεις με τριανταφυλλιές στην Βουλγαρία, από τα οποία βγαίνει το ροδέλαιο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, ΝΜ [τριαντάφυλλο]1. (βοτ.-γεωπ.) κοινή ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ροδή, που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και περιλαμβάνει 100 ώς 125 είδη φυλλοβόλων ή, σπανιότερα, αείφυλλων θαμνωδών ή αναρριχητικών φυτών με αγκαθωτούς βλαστούς που είναι ιθαγενή τών εύκρατων και υποτροπικών περιοχών τού Βόρειου Ημισφαιρίου (α. «γαλλική τριανταφυλλιά» β. «αλπική τριανταφυλλιά» γ. «τριανταφυλλιά τής Βεγγάλης» δ. «τριανταφυλλιά τών φρακτών»)2. ως επίθ. θηλ. τού τριανταφυλλής.
Dictionary of Greek. 2013.